- προσεπικρίνω
- Αεκλέγω επί πλέον («τὸν μὲν πατέρα ἐπικεκρίσθαι τῷ α ἔτει, ἐμὲ δὲ προσεπικεκρίσθαι τῷ α ἔτει», πάπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἐπικρίνω «ξεχωρίζω, εκλέγω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… … Dictionary of Greek